μαγνησιακός

μαγνησιακός
μαγνησιακός, -ή, -ό και μαγνησιούχος, -α, -ο
που περιέχει μαγνήσιο: Μαγνησιούχα πετρώματα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μαγνησιακός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μαγνησία ή στο μαγνήσιο 2. αυτός που περιέχει μαγνήσιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. που αναφέρεται στο μαγνήσιο μαρτυρείται από το 1840 στο περιοδικό Ευρωπαϊκός Ερανιστής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”